- κρατήτωρ
- κρατήτωρ, -ορος, ὁ (Α) [κρατώ]κυρίαρχος, άρχοντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρατήτωρ — ruling star masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατήτορας — κρατήτωρ ruling star masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)